-
1 ἄρθμιος
A united, οἱ δ' ἡμῖν ἄρθμιοι ἦσαν in league with us, Od. 16.427, cf. Hdt.7.101, al.;ἄ. ἠδὲ φίλος Thgn.1312
; ἄρθμια, τά, peaceful relations, friendship,τέως μὲν δή σφι ἦν ἄ. ἐς ἀλλήλους, ἐκ τούτου δὲ πόλεμος Hdt.6.83
;ἄ. ἔργα Emp.17.23
, cf. 22.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄρθμιος
-
2 βολή
βολή, ἡ,A throw:1 stroke or wound of a missile (opp. πληγή, of sword or pike), Od.17.283, cf. 24.161;β. πέτρων E.Or.59
;λίθων Phld.Ir.p.31
W. (pl.);μέχρι λίθου καὶ ἀκοντίου βολῆς Th.5.65
;β. ἔρωτος
shafts of love,AP
12.160; βολαῖς.. σφόγγος ὤλεσεν γραφήν by its stroke or touch, A.Ag. 1329; swing of ἁλτῆρες, Antyll. ap. Orib. 6.34.1.2 κύβων βολαί throws or casts of dicc, S.Fr. 429.3 metaph., β. ὀφθαλμῶν quick glances, Od.4.150;κάτω.. βλεμμάτων ῥέπει β. A.Fr. 242
, cf. Philostr.VS2.27.5.4 β. κεραύνιοι thunder- bolts, A. Th. 430; βολαὶ ἡλίου sun- beams, S.Aj. 877, cf. E. Ion 1134; χρυσοῦ.. βολαῖς with golden rays, of a statue, IG14.1026 (iii A. D.); βολαὶ χιόνος radiance, E.Ba. 662;τὰς ψυχὰς οἷον βολὰς εἶναι λέγουσιν Plot.6.4.3
.5 βολαί, = ὠδῖνες, Procop.Goth.4.22. -
3 βολή
βολή ( βάλλω): throw, throwing, pelting, only pl.; ὀφθαλμῶν βολαί, ‘glances,’ Od. 4.150. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βολή
См. также в других словарях:
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek